Διάγνωση – Αξιολόγηση και Αντιμετώπιση Μαθησιακών Δυσκολιών

Για πολλά χρόνια, οι δυσκολίες ορισμένων ατόμων στην ανάγνωση ή την ομιλία συχνά αποδίδονταν στο μειωμένο κίνητρο του παιδιού ή στην ελλιπή και ανεπαρκή αγωγή του από γονείς και παιδαγωγούς. Η ανάπτυξη τεχνικών νευροαπεικόνισης συνέβαλε ουσιαστικά στην αναγνώριση της ύπαρξης διάφορων τόσο στη δομή του εγκεφάλου όσο και στην ανάπτυξη των παιδιών με δυσκολίες μάθησης και επικοινωνίας. Οι σύγχρονες τεχνικές διευκολύνουν την έγκαιρη αναγνώριση των ατόμων με δυσκολίες μάθησης και επικοινωνίας και έτσι εξασφαλίζονται γι'αυτά καλύτερες ευκαιρίες, προσαρμοσμένες στις δικές τους δυνατότητες.
Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση μεταξύ γλωσσικής ανάπτυξης και μαθησιακών δυσκολίων . Υιοθετούμε αυτή την προσέγγιση επειδή οι διαταραχες επικοινωνίας, οι οποίες εντοπίζονται συνήθως νωρίς κατά την προσχολική ηλικία, και οι μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές αναγνωρίζονται μετά την είσοδο του παιδιού στο δημοτικό σχολείο, φαίνεται πως συχνά μπορεί να έχουν την ίδια αιτιολογία και να σχετίζονται στενά. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από ερευνητικά δεδομένα, σύμφωνα με τα οποίθα το 85% των παιδιών τα οποία παρουσιάζουν προβλήματα ομιλίας στην ηλικία των τεσσάρών ετών, αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες στην ηλικία των οκτώ ετών, παρά το γεγονός ότι οι γλωσσικές τους ικανότητεςβελτιώνονται όσο αυτά μεγαλώνουν.
Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος, ο οποίος αναφέρεται σε ειδικές δυσκολίες στην αναγνωση, τη γραφή και τα μαθηματικά, όπωψς αυτές προσδιορίζονταιαπό ειδικά τεστ επίδοσης, στα οποία οι επιδόσεις του παιδιού είναι σημαντικά κατώτερες από τις αναμενόμενες σε σχέση με την ηλικία, το νοητικό επίπεδο και το επίπεδο της τάξης στην οποία φοιτά το παιδί.
Οι διαταραχές επικοινωνίας είναι ένας διαγνωστικός όρος ο οποίος αναφέρεται στη δυσκολία παραγωγης των ήχων της ομιλίας (φωνολογική διαταραχή) ή σε δυσκολίες στη φυσιολογική ροή της ομιλίας(τραυλισμός). Επίσης μπορεί να αναφέρεται σε δυσκολίες στη χρήση του προφορικού λόγου (διαταραχή της γλωσσικής έκφρασης) ή σε δυσκολίες στην κατανόηση του προφορικού λόγου (μικτή διαταραχή της γλωσσικήςεκφρασης – κατανοησης). Αυτές οι διαταραχές συνήθως συνδέονται αναπτυξιακά με τις διαταραχές μάθησης, οι οποίες εμφανίζονται αργότερα.
Οι διαταραχές μάθησης επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα με φυσιολογική ή ανώτερη του φυσιολογικού νοημοσύνη προσλαμβάνουν ή εκφραζουν τις πληροφορίες. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ανικανότητες, η μαθησιακή ανικανότητα αποτελεί στη βάση της μια κρυμμένη «αναπηρία», η οποία συχνά μπορεί να μην ανιχνευτεί στα μικρά παιδιά. Γι'αυτό , τα παιδιά και οι ενήλικες με μαθησιακές διαταραχές συχνά δεν έχουν να αντιμετοπίσουν μόνο τις δυσκολίες τους στηγραφή, την ανάγνωση ή τα μαθηματικά αλλά και την αμφισβήτησητου οικογενειακού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος ως προς την ύπαρξη αυτών των δυσκολιών και ως προς την ιδιαίτερη προσοχή με την οποία πρεπει να αντιμετοπίζονται.
Οι διαταραχές μάθησης συνήθως επηρεάζουν τις ακαδημαικές επιδόσεις , αφού παρεμποδίζουν το παιδί στην ανάγνωση, την γραφή και τα μαθηματικά. Επιπλέον όμως, οι δυσκολίες αυτές μπορει να επηρεάζουν και άλλους τομείς της ζωής του ατόμου, όπως την εργασία του, την οικογενειακή του ζωή καθως και τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Σε μερικά άτομα , οι δυσκολίες στη μάθηση μπορεί να είναι τόσο ειδικές που να αφορούν ένα πολύ περιορισμένο φάσμα των ικανοτήτων τους , ενώ σε άλλα, οι δυσκολίες αυτές μπορεί να είναι ευρύτερες, έτσι ώστε να τους δημιουργούν προβλήματα τόσο στις καθημερινές του δραστηριότητες όσο και τις κοινωνικές τους συναλλαγές. Κάθε τύπος μαθησιακής διαταραχής ο οποίος σχετίζεται με την ανάγνωση , τη γραφή , τα μαθηματικά ή τη γλώσσα, χαρακτηρίζεται από τον ειδικότερο της ορισμό και τα συγκεκριμένα κριτήρια για την διάγνωσή της.