Η «ετεροσεξιστική» καταπίεση και η παραδοσιακή κυρίαρχη ψυχολογία

Η καταπίεση των ομοφυλοφίλων αγγίζει σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής τους. Μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση των περιστατικών βίας με θύματα ομοφυλόφιλα άτομα στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι ποσοστό 92% έγινε στόχος «αντι-ομοφυλοφιλικών» λεκτικών επιθέσεων και απειλών, ενώ ποσοστό 24% δέχτηκε σωματική επίθεση. Ακόμη, το 75% και πλέον των χιλιάδων γυναικών και ανδρών από τις ίδιες μελέτες θεωρούσε ότι θα αποτελέσει στόχο μελλοντικής παρενόχλησης λόγω της σεξουαλικής τους ταυτότητας. Οι οικογένειες καταγωγής συχνά αρνούνται να αποδεχτούν ένα ομοφυλόφιλο μέλος τους. Στον εργασιακό χώρο οι ομοφυλόφιλοι συχνά υφίστανται διάφορες κυρώσεις ή στερούνται το δικαίωμα παροχής ορισμένων υπηρεσιών: συνταξιοδοτικές διατάξεις και επιδόματα επανεγκατάστασης που εξαιρούν τον ομόφυλο σύντροφο, άρνηση παροχής φροντίδας των παιδιών, άρνηση εισόδου του ομόφυλου συντρόφου σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή σε χώρους αναψυχής, προσδιορισμός αδειών «πατρότητας» που εξαιρούν τις ομοφυλόφιλες «συν- μητέρες», και ειδικές άδειες που περιορίζονται στο ή στη σύζυγο και στους εξ αίματος συγγενείς του εργαζομένου. Οι υπηρεσίες υγείας καθώς και σχεδόν όλοι οι σημαντικοί κοινωνικοί θεσμοί όπως η αστυνομία και το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζονται από μια εδραιωμένη «ετεροσεξιστική» συμπεριφορά εις βάρος των ομοφυλόφιλων. Κοινός τόπος είναι και η καταπίεση των ομοφυλόφιλων από το νομικό σύστημα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, το Άρθρο 28 του Νόμου περί Τοπικής Αυτοδιοίκησης απαγορεύει την «προώθηση» του ομοφυλοφιλικού τρόπου ζωής. Τέλος, είναι γενικά γνωστή η ενεργός προσπάθεια απομάκρυνσης της σχετικής λογοτεχνίας από τα ράφια των δημόσιων βιβλιοθηκών, καθώς και η απόλυση των καθηγητών που έχουν δηλώσει ανοιχτά τον ομοφυλοφιλικό τους προσανατολισμό. Έτσι δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι αποκρύπτουν τη σεξουαλική τους προτίμηση από τις οικογένειες τους, τους συναδέλφους τους στην εργασία και από την κοινωνία γενικότερα. Ακόμη και όσοι δηλώνουν «ανοιχτά» την ομοφυλοφιλία τους, και διακινδυνεύουν να συμμετάσχουν σε έρευνες, συνήθως καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να κρύψουν τη σεξουαλική τους προτίμηση στους άλλους τομείς της ζωής τους. Αυτοί αναφέρουν διάφορα τεχνάσματα: συστήνουν τους συντρόφους τους ως «φίλους» , αποφεύγουν συζητήσεις για προσωπικά θέματα και επινοούν (συχνά μάλιστα αποκτούν) μνηστήρα/μνηστή ή σύζυγο. Κατά παράδοση, το κυρίαρχο ερευνητικό ρεύμα για τη γυναικεία και την ανδρική ομοφυλοφιλία χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει αυτή την καταπίεση. Από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε πρωτοξεκίνησε η έρευνα για την ομοφυλοφιλία έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το 70% περίπου των αντίστοιχων ψυχολογικών ερευνών ήταν αφιερωμένο σε τρία ερωτήματα: «Είναι οι ομοφυλόφιλοι άρρωστοι;», «Πώς μπορεί να διαγνωστεί η ομοφυλοφιλία;» και «Τι προκαλεί την ομοφυλοφιλία;». Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των πρώιμων σεξολογικών, ψυχολογικών, ψυχιατρικών και κυρίως ψυχαναλυτικών κειμένων υποστήριζε ότι η ομοφυλοφιλία είναι παθολογική, άποψη η οποία εκφράζεται ακόμη από μερικούς επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1980, και το οποίο φέρει τον τίτλο Overcoming Homosexuality, ένας κλινικός ψυχολόγος προωθεί ένα επιχείρημα το οποίο επικαλούνται ακόμη και σήμερα μερικοί συνάδελφοί του: Η ομοφυλοφιλία αποτελεί σύμπτωμα νεύρωσης και σοβαρής διαταραχής της προσωπικότητας. Είναι μια φυσική συνέπεια βαθιά ριζωμένων συναισθηματικών αποστερήσεων και αναταραχών, η προέλευση των οποίων εντοπίζεται στην παιδική ηλικία. Εκδηλώνεται συχνότατα με ψυχαναγκαστική καταστροφική συμπεριφορά, η οποία είναι πλήρως αντίθετη προς την πληρότητα και την ευτυχία. Πίσω από τη «χαρούμενη» εξωτερική εμφάνιση του ομοφυλόφιλου ατόμου βρίσκονται ο πόνος και η οργή που ακρωτηρίασαν την ικανότητά τους για αληθινή ωρίμανση, υγιή ανάπτυξη και αγάπη. Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Elisabeth Moberly, οι ομοφυλόφιλες γυναίκες υποφέρουν από «μια κατάσταση μη πληρότητας», η οποία όντως «υποδηλοί παθολογία» και θεωρούνται ότι επιδεικνύουν «παιδικότητα, αυξημένες εξαρτητικές ανάγκες, ζήλια και κτητικότητα, μια αίσθηση κατωτερότητας και κατάθλιψη». Τα κύρια ινστιτούτα ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης στην Αγγλία έχουν επικριθεί σε μεγάλο βαθμό για τις απόψεις που εκφράζουν αναφορικά με την ομοφυλοφιλία. Το 1995 ο Σύνδεσμος για την ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, ένας από τους πλέον εξέχοντες οργανισμούς της Μεγάλης Βρετανίας, προσκάλεσε ως ομιλητή το Βορειοαμερικανό ψυχαναλυτή Charles Socarides, ο οποίος εκφράζει την άποψη ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι άρρωστοι και ωθούνται ψυχαναγκαστικά από τις αφύσικες ενορμήσεις τους σε ψυχοπαθολογικές μορφές σεξουαλικής συμπεριφοράς. Ο ίδιος έχει επίσης δηλώσει ότι η ομοφυλοφιλία συνιστά μια μορφή «παρέκκλισης» και «μια αναθεώρηση του βασικού κώδικα και έννοιας της ζωής και της βιολογίας». Προτείνει μάλιστα θεραπείες μεταστροφής για την «ίαση» των ομοφυλοφίλων και την αλλαγή τους σε ετεροφυλοφίλους. Έως και πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, οι θεραπευτικές τεχνικές που αποσκοπούσαν να μετατρέψουν τους ομοφυλόφιλους σε ετεροφυλόφιλους (οι λεγόμενες «θεραπείες μεταστροφής») αποτελούσαν κοινό τόπο: δύο σχετικά πρόσφατες απόπειρες «ίασης» ήταν η ψυχοχειρουργική σε δυο ομοφυλόφιλους άνδρες και η υπνοθεραπεία σε μια νεαρή ομοφυλόφιλη γυναίκα.